- τοξάρχης
- ὁ, Ατόξαρχος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -άρχης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοξάρχης — τοξαρχέω to be captain of the archers imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξαρχος — ὁ, Α·1. (για τους Πέρσες) ο αρχηγός τών τοξοτών και όλου τού στρατού, στρατηγός («Δαρεῑος μὲν οὕτω τότ ἀβλαβὴς ἐπῆν τόξαρχος πολιάταις», Αισχύλ.) 2. (ειδικά) διοικητής τού σώματος τών τοξοτών, τοξάρχης («τοῡ τοξάρχου ἀποθανόντος», Θουκ.) 3. (στην … Dictionary of Greek